σκοτεία

σκοτεία
ἡ, Α
βλ. σκοτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοτεία — σκοτείᾱ , σκοτεία fem nom/voc/acc dual σκοτείᾱ , σκοτεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτείᾳ — σκοτείᾱͅ , σκοτεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτείας — σκοτείᾱς , σκοτεία fem acc pl σκοτείᾱς , σκοτεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτείη — σκοτεία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՒԱՐ — (ի) NBH 1 0933 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c ա.գ. σκότος, σκοτεία tenebrae, obscuritas եւ ζόφος caligo. Պակասութիւն լուսոյ. մթութիւն. մութն. աղջամուղջ. նսեմութիւն. ստուեր. շուք. մութ. ... *Խաւար ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”